- κόλπιος
- -α, -ο [κόλπος]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θαλάσσιο κόλπο2. αυτό που προέρχεται από τέτοιον κόλπο («κόλπιο ρεύμα»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κόλπος — I (Ανατ.). Όρος που αναφέρεται στις παρακάτω ανατομικές δομές: 1. Κ. ή κολεύς. Μυομεμβρανώδης σωληνώδης δομή που εκτείνεται από το αιδοίο στον τράχηλο της μήτρας. Ο κ. έχει κυλινδρικό σχήμα και λίγο πλατυσμένο από μπροστά προς τα πίσω. Το μήκος… … Dictionary of Greek